-
1 στήριγμα
A support, foundation, χερὸς.. στηρίγματα the support of one's hand, E.IA 617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427;θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7
;περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c
, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.5 τὸ λοιπὸν τοῦ ς. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήριγμα
См. также в других словарях:
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek